ἀκρογείσιον

ἀκρογείσιον
ἀκρο-γείσιον, τό,
A top of cornice, IG22.463.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακρογείσιο — το (Α ἀκρογείσιον) η άκρη τού γείσου που προεξέχει και αποτελεί την οριζόντια πλευρά τού αετώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + < γεῖσον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”